λικμῶ

λικμῶ
λικμάω
part the grain from the chaff
pres imperat mp 2nd sg
λικμάω
part the grain from the chaff
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
λικμάω
part the grain from the chaff
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
λικμάω
part the grain from the chaff
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
λικμάω
part the grain from the chaff
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
λικμάω
part the grain from the chaff
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
λικμός
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… …   Dictionary of Greek

  • λικμῷ — λικμάω part the grain from the chaff pres opt act 3rd sg λικμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίκμητος — (I) η, ο (Α ἀλίκμητος, ον) αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λικμῶ) ( άω) «λιχνίζω»]. (II) ἁλίκμητος, ον (Α) ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κμητὸς < κάμνω… …   Dictionary of Greek

  • αναλικμώ — ἀναλικμῶ ( άω) (Α) [λικμῶ] αποχωρίζω τα άχυρα από το σιτάρι με λίχνισμα, λιχνίζω …   Dictionary of Greek

  • απολικμώ — ἀπολικμῶ ( άω) (Μ) [λικμώ] 1. λιχνίζω 2. διασκορπίζω …   Dictionary of Greek

  • ικμώ — ἰκμῶ, άω (Α) 1. λικμώ, αλωνίζω τα στάχια 2. χτυπώ, τραυματίζω …   Dictionary of Greek

  • λίκμηση — η (Α λίκμησις) [λικμώ] το λίχνισμα τού σίτου …   Dictionary of Greek

  • λίκμητρα — λίκμητρα, τὰ (Α) η αμοιβή για το λίχνισμα τού σίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λικμῶ + επίθημα τρα, δηλωτικό αμοιβής (πρβλ. δίδακ τρα, εξέτασ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • λίκνο — το (Α λίκνον και λεῑκνον) κούνια μωρού, κλίνη, αιώρα για βρέφος νεοελλ. 1. τόπος προέλευσης, γενέτειρα, κοιτίδα («η Ελλάδα είναι το λίκνο τού πολιτισμού») 2. φρ. «από τού λίκνου» από κούνια, από τη βρεφική ηλικία αρχ. ευρύ κάνιστρο στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • λικμάς — λικμάς, άδος, ἡ (Α) [λικμώ] γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα τού σίτου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”