λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… … Dictionary of Greek
λικμῷ — λικμάω part the grain from the chaff pres opt act 3rd sg λικμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίκμητος — (I) η, ο (Α ἀλίκμητος, ον) αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λικμῶ) ( άω) «λιχνίζω»]. (II) ἁλίκμητος, ον (Α) ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κμητὸς < κάμνω… … Dictionary of Greek
αναλικμώ — ἀναλικμῶ ( άω) (Α) [λικμῶ] αποχωρίζω τα άχυρα από το σιτάρι με λίχνισμα, λιχνίζω … Dictionary of Greek
απολικμώ — ἀπολικμῶ ( άω) (Μ) [λικμώ] 1. λιχνίζω 2. διασκορπίζω … Dictionary of Greek
ικμώ — ἰκμῶ, άω (Α) 1. λικμώ, αλωνίζω τα στάχια 2. χτυπώ, τραυματίζω … Dictionary of Greek
λίκμηση — η (Α λίκμησις) [λικμώ] το λίχνισμα τού σίτου … Dictionary of Greek
λίκμητρα — λίκμητρα, τὰ (Α) η αμοιβή για το λίχνισμα τού σίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λικμῶ + επίθημα τρα, δηλωτικό αμοιβής (πρβλ. δίδακ τρα, εξέτασ τρα)] … Dictionary of Greek
λίκνο — το (Α λίκνον και λεῑκνον) κούνια μωρού, κλίνη, αιώρα για βρέφος νεοελλ. 1. τόπος προέλευσης, γενέτειρα, κοιτίδα («η Ελλάδα είναι το λίκνο τού πολιτισμού») 2. φρ. «από τού λίκνου» από κούνια, από τη βρεφική ηλικία αρχ. ευρύ κάνιστρο στο οποίο… … Dictionary of Greek
λικμάς — λικμάς, άδος, ἡ (Α) [λικμώ] γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα τού σίτου … Dictionary of Greek